- ἀνθηρότης
- ἀνθηρότης, ητος, ἡ,A brilliancy, Sch.Pi.O.9.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνθηρότης — brilliancy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρότητα — ἀνθηρότης brilliancy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρότητος — ἀνθηρότης brilliancy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθηρότητα — η (Μ ἀνθηρότης) ακμή, λαμπρότητα … Dictionary of Greek